ενίστημι

ενίστημι
(AM ἐνίστημι) [ίστημι]
1. (μτχ. παρακμ.) ενεστώς, -ώσα. -ώς
ο παρών, ο τρέχων, ο διανυόμενος
2. (μτχ. παρακμ. ως ουσ.) γραμμ. ενεστώς*
νεοελλ.
μέσ.
1. ενίσταμαι
υποβάλλω ένσταση, εναντιώνομαι, αντιτίθεμαι, αντιτάσσομαι
2. (δικαν. όρος) «ενίσταμαι κατά τής αποφάσεως» — προβάλλω, υποβάλλω ένσταση κατά τής αποφάσεως στο δικαστήριο
αρχ.-μσν.
1. (νομ.) εγκαθιστώ, ορίζω κάποιον κληρονόμο
2. μέσ. αρχίζω κάτι, επιχειρώ
αρχ.
Ι. 1. βάζω κάποιον να σταθεί σ' ένα μέρος, εγκαθιστώ, τοποθετώ, στήνω
2. βάζω κάποιον να σταθεί κοντά
3. ορίζω, καθορίζω
ΙΙ. παθ.
1. παίρνω θέση μέσα σε κάτι, είμαι στημένος μέσα («ἄγαλμα ἐν αὐτῷ ἐνέστηκε τοῡ Περσέος», Ηρόδ.)
2. εγκαθίσταμαι, παίρνω στην κατοχή μου («ὁ νικάσας ἐν τὰν οὐσίαν ἐνίσταται τὰν τοῡ ἁλόντος» — όποιος νικήσει παίρνει στην κατοχή του την περιουσία τού νικημένου, επιγρ.)
3. εκλέγομαι, ανακηρύσσομαι («ἀποθανόντος τοῡ βασιλέος ἄλλος ἐνίστηται βασιλεύς», Ηρόδ.)
4. επαπειλώ, επίκειμαι («τὸν πόλεμον τὸν ἐνστάντα σοὶ καὶ τῇ πόλει», Ισοκρ.)
5. πλησιάζω, επίκειμαι, αρχίζω («ὁ τότε ἐνστὰς πόλεμος», Δημ.)
6. (για χρόνο) αρχίζω
10. αντιστέκομαι, εναντιώνομαι («ἤν τις ἐνίστηται τοῑς ποιουμένοις», Θουκ.)
7. απόλ. στέκομαι σ' έναν τόπο για να προβάλω αντίσταση («τάς τε διόδους τών πύργων ένστάντες αὐτοὶ ἐφύλασσον», Θουκ.)
8. (σε συζήτηση) αντιλέγω
9. (ρητ. και λογ.) προβάλλω αντίρρηση
10. (για τους Ρωμ. δημάρχους) ασκώ το δικαίωμα τής αρνησικυρίας (veto)
11. (για υγρά) στερεοποιούμαι, πήζω
12. (για δίκη) είμαι εκκρεμής («ἔτι μιᾱς ἐνεστώσης δίκης», Αριστοφ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἐνισταμένων — ἐνίστημι put pres part mp fem gen pl ἐνίστημι put pres part mp masc/neut gen pl ἐνίστημι put aor part mid fem gen pl ἐνίστημι put aor part mid masc/neut gen pl ἐνιστᾱμένων , ἐνστάζω drop in fut part mid fem gen pl (doric aeolic) ἐνιστᾱμένων ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνιστάμεναι — ἐνίστημι put pres part mp fem nom/voc pl ἐνίστημι put pres inf act (epic) ἐνίστημι put aor part mid fem nom/voc pl ἐνίστημι put aor inf act (epic) ἐνιστά̱μεναι , ἐνστάζω drop in fut part mid fem nom/voc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνιστάμενον — ἐνίστημι put pres part mp masc acc sg ἐνίστημι put pres part mp neut nom/voc/acc sg ἐνίστημι put aor part mid masc acc sg ἐνίστημι put aor part mid neut nom/voc/acc sg ἐνιστά̱μενον , ἐνστάζω drop in fut part mid masc acc sg (doric aeolic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνιστᾶσιν — ἐνίστημι put pres part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) ἐνίστημι put pres ind act 3rd pl ἐνίστημι put aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) ἐνστάζω drop in fut part act masc/neut dat pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνστήσει — ἐνίστημι put aor subj act 3rd sg (epic) ἐνίστημι put fut ind mid 2nd sg ἐνίστημι put fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνστήσῃ — ἐνίστημι put aor subj mid 2nd sg ἐνίστημι put aor subj act 3rd sg ἐνίστημι put fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνεστεῶτα — ἐνίστημι put perf part act neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἐνίστημι put perf part act masc acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνεστηκότα — ἐνίστημι put perf part act neut nom/voc/acc pl ἐνίστημι put perf part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνεστῶσι — ἐνίστημι put perf part act masc/neut dat pl ἐνίστημι put perf subj act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνεστῶσιν — ἐνίστημι put perf part act masc/neut dat pl ἐνίστημι put perf subj act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”